- στερφοκάλεσα
- η, Νστέρφα προβατίνα που είναι επικεφαλής κοπαδιού από στέρφα πρόβατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρφος + κάλεσα, θηλ. τού επιθ. κάλεσος που είναι διαλεκτ. τ. και σημαίνει «μαύρος, σκουρόχρωμος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.